Δυό πανωφόρια φτιάξανε
απ'το παλτό του. Εκείνη μεγάλωσε πλένοντας τα δόντια της με την ασπρόμαυρη οδοντόβουρτσά του που βρέθηκε στη μέσα τσέπη. Τα κατάλευκα σαν και τα δικά του όπως λένε δόντια της.
Συχνά εμφανίζεται στα όνειρά της. Φάντασμα δίχως πρόσωπο. Μέχρι τα γόνατα μονάχα τον θυμάται. Και τα ολόμαυρα μαλλιά.
Χίλιες νυχτιές είδε να τονε στήνουμε στον τοίχο. Και άλλες τόσες άκουσε το προσκλητήριο, διακόσια ονόματα, με αγωνία να διακρίνει το δικό του.
Χίλιες νυχτιές είδε να τονε στήνουμε στον τοίχο. Και άλλες τόσες άκουσε το προσκλητήριο, διακόσια ονόματα, με αγωνία να διακρίνει το δικό του.
Όταν επέρασε ο βασιλιάς από την Κόρινθο, με τον περιβόητο τον Μανιαδάκη από το Σοφικό αντάμα, συντοπίτη της σχεδόν, η Αθανασία στολίστηκε όμορφη, χάρη να πάει να γυρέψει.
Τα κορίτσια πού'χε αφήσει πίσω του συνεχώς πληθαίνανε στα διαλείμματα όπου ανταμώνανε, από τότε που ο Βενιζέλος φρόντισε για την αναψυχή του με ταξιδάκια στα νησιά
Ο Έπαρχος της έδωσε ένα γράμμα, τονε γνώριζε τον άντρα και πολύ τον εκτιμούσε. Αγόρασε μιαν ανθοδέσμη και στήθηκε να περιμένει και πριν προλάβει να πει κύμινο η Αθανασία, τονε πήρε πίσω.
Τα κορίτσια πού'χε αφήσει πίσω του συνεχώς πληθαίνανε στα διαλείμματα όπου ανταμώνανε, από τότε που ο Βενιζέλος φρόντισε για την αναψυχή του με ταξιδάκια στα νησιά
Ο Έπαρχος της έδωσε ένα γράμμα, τονε γνώριζε τον άντρα και πολύ τον εκτιμούσε. Αγόρασε μιαν ανθοδέσμη και στήθηκε να περιμένει και πριν προλάβει να πει κύμινο η Αθανασία, τονε πήρε πίσω.
Στον Άη Στράτη, στην Ακροναυπλία, στη Λάρισα, στο Χαϊδάρι.
"Τον φέρανε τον Θοδωράκη", φωνάζανε τ'αδέρφια του, που μέναν στην Αθήνα και είδανε τα καμιόνια να ξεφορτώνουν στην Καισαριανή. Του πηγαίνανε κοντά δυό χρόνια, απ'το Σεπτέμβρη του '43, λίγο φαγάκι και κανα ρούχο καθαρό στο κολαστήριο κάθε τόσο.
"Τον φέρανε τον Θοδωράκη", φωνάζανε τ'αδέρφια του, που μέναν στην Αθήνα και είδανε τα καμιόνια να ξεφορτώνουν στην Καισαριανή. Του πηγαίνανε κοντά δυό χρόνια, απ'το Σεπτέμβρη του '43, λίγο φαγάκι και κανα ρούχο καθαρό στο κολαστήριο κάθε τόσο.
Εκείνη έχει ακόμα να το λέει και κρυφά να το καυχιέται, που ανήμερα στη γιορτή της, τα καινούργια παπούτσια της πήρε από τα πόδια, σ'ένα ξυπόλητο παιδί να τα χαρίσει.
Σαν τον εσκότωσαν, η νύφη του
τ'ορκίστηκε, να κάνει αγόρι. Για να του δώσει τ'όνομά του. Έτσι μια δεύτερη έζησε ζωή, με το ίδιο ονοματεπώνυμο, τερματοφύλακας της ΑΕΚ, ίσαμε τον Πελέ αξιώθηκε να φτάσει.
τ'ορκίστηκε, να κάνει αγόρι. Για να του δώσει τ'όνομά του. Έτσι μια δεύτερη έζησε ζωή, με το ίδιο ονοματεπώνυμο, τερματοφύλακας της ΑΕΚ, ίσαμε τον Πελέ αξιώθηκε να φτάσει.
Είχε φτιάξει όνομα στην πιάτσα.
Γιατί ήτανε καλός τεχνίτης και την αγαπούσε τη δουλειά. Και βραβείο στη Δ.Ε.Θ. τότε που δούλευε υπάλληλος στον Λαμπρόπουλο, και χρηματικό έπαθλο 500 δρχ για άρβυλα για το στρατό, και νεωτερισμούς με ξώφτερνα πεδιλάκια είχε να επιδείξει.
Γιατί ήτανε καλός τεχνίτης και την αγαπούσε τη δουλειά. Και βραβείο στη Δ.Ε.Θ. τότε που δούλευε υπάλληλος στον Λαμπρόπουλο, και χρηματικό έπαθλο 500 δρχ για άρβυλα για το στρατό, και νεωτερισμούς με ξώφτερνα πεδιλάκια είχε να επιδείξει.
Δύο χρόνια αφότου τους εξέρασε ο χαλασμός της Σμύρνης βολόδερνε μέχρι να ξανάβρει τους δικούς του.
Δύο αγόρια είχε χάσει ο πατέρας του, έναν στους Βαλκανικούς κι έναν στο Σαγγάριο.
Μα ο βασιλιάς βασιλιάς. Καταμεσής στο σαλόνι η φωτογραφία, να σταυροκοπιέται ο μπάρμπα Νίκος και
ν'αναστενάζει.
Τον έστειλε στη σχολή, να γίνει ανθυπομοίραρχος στη χωροφυλακή μπας και προκόψει. Μα που ν'αντέξει εκείνος. Είχε σοβαρά αρχίσει ν αλληθωρίζει προς τ'αριστερά.
Τα παράτησε και γίνηκε τσαγκάρης.
Θα γνώριζε αργότερα από πρώτο χέρι τις μεθόδους της αστυνομίας στο πετσί του.
Δύο αγόρια είχε χάσει ο πατέρας του, έναν στους Βαλκανικούς κι έναν στο Σαγγάριο.
Μα ο βασιλιάς βασιλιάς. Καταμεσής στο σαλόνι η φωτογραφία, να σταυροκοπιέται ο μπάρμπα Νίκος και
ν'αναστενάζει.
Τον έστειλε στη σχολή, να γίνει ανθυπομοίραρχος στη χωροφυλακή μπας και προκόψει. Μα που ν'αντέξει εκείνος. Είχε σοβαρά αρχίσει ν αλληθωρίζει προς τ'αριστερά.
Τα παράτησε και γίνηκε τσαγκάρης.
Θα γνώριζε αργότερα από πρώτο χέρι τις μεθόδους της αστυνομίας στο πετσί του.
Ήτανε ήμερος άνθρωπος.
Φορούσε το ψαθάκι του, το γιλέκο του, το κρεμαστό του το ρολόι. Μιλούσε όμορφα λέγανε, τ'άρεσε να διαβάζει.
Άμα πήγαινε καλά το μαγαζί, αγόραζε στην Αθανασία καπελίνο και γάντια και τηνε σεργιάνιζε στο Λουτράκι, στην προκυμαία, για γλυκό.
Σαν σφίξανε ξανά τα πράγματα, τον κρύψανε στο σπίτι τους ενα ζευγάρι Γερμανοί, ευγενικοί ανθρώποι, που κατοικούσανε στον τόπο από χρόνια και που πιο δικοί μοιάζει πως θα'τανε από κάποιους Έλληνες.
Αλλά κυκλοφορούσε μυστικά σα σύνδεσμος, και οι προδότες, είδος σε αφθονία.
Φορούσε το ψαθάκι του, το γιλέκο του, το κρεμαστό του το ρολόι. Μιλούσε όμορφα λέγανε, τ'άρεσε να διαβάζει.
Άμα πήγαινε καλά το μαγαζί, αγόραζε στην Αθανασία καπελίνο και γάντια και τηνε σεργιάνιζε στο Λουτράκι, στην προκυμαία, για γλυκό.
Σαν σφίξανε ξανά τα πράγματα, τον κρύψανε στο σπίτι τους ενα ζευγάρι Γερμανοί, ευγενικοί ανθρώποι, που κατοικούσανε στον τόπο από χρόνια και που πιο δικοί μοιάζει πως θα'τανε από κάποιους Έλληνες.
Αλλά κυκλοφορούσε μυστικά σα σύνδεσμος, και οι προδότες, είδος σε αφθονία.
Ο Άρης σταμάτησε στην πόρτα της, αναπολούσε η Αθανασία.
Για ενα ποτήρι νερό, με τ'άλογο του και τη συνοδεία του τις ταραγμένες μέρες που ακολούθησαν.
Ήταν γνωστή στο Συνοικισμό και κάποιοι τις νύχτες χτυπούσαν τα παραθύρια της για να τηνε τρομάζουν.
Ύστερα από χρόνια, βρήκε στο υπόγειο του σπιτιού θαμμένα τ'αρχεία του παράνομου μηχανισμού της Κορίνθου.
Σαν εγέρασε, μετά το εγκεφαλικό, μαζί με το "τι σε μέλλει εσένανε απο που'μαι εγώ", τη "γυφτοπούλα στο χαμμάμ" και τη "Ρεζεντά", θυμότανε που και που να σιγομουρμουρίζει μ'έναν αέρα συνομωτικότητας "μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά".
Για ενα ποτήρι νερό, με τ'άλογο του και τη συνοδεία του τις ταραγμένες μέρες που ακολούθησαν.
Ήταν γνωστή στο Συνοικισμό και κάποιοι τις νύχτες χτυπούσαν τα παραθύρια της για να τηνε τρομάζουν.
Ύστερα από χρόνια, βρήκε στο υπόγειο του σπιτιού θαμμένα τ'αρχεία του παράνομου μηχανισμού της Κορίνθου.
Σαν εγέρασε, μετά το εγκεφαλικό, μαζί με το "τι σε μέλλει εσένανε απο που'μαι εγώ", τη "γυφτοπούλα στο χαμμάμ" και τη "Ρεζεντά", θυμότανε που και που να σιγομουρμουρίζει μ'έναν αέρα συνομωτικότητας "μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά".
Φίλοι μεσολάβησαν και έβαλαν τη γυναίκα του, Σμυρνιά καλονοικοκυρά, να μαγειρεύει τα πικάντικα μεζεδάκια της στη λέσχη αξιωματικών των Ες Ες.
Την ζήταγαν ακόμα και να τους σερβίρει, τά'ξερε καλά όλα τούτα, στην πατρίδα της είχε κι αυτή υπηρέτες.
Ποτέ της δεν τους είπε για τον άντρα της, φοβότανε για τα κορίτσια της, τέσσερα της είχαν μείνει αφότου πέθανε πια το μικρό της.
Την ζήταγαν ακόμα και να τους σερβίρει, τά'ξερε καλά όλα τούτα, στην πατρίδα της είχε κι αυτή υπηρέτες.
Ποτέ της δεν τους είπε για τον άντρα της, φοβότανε για τα κορίτσια της, τέσσερα της είχαν μείνει αφότου πέθανε πια το μικρό της.
Η μάνα του η κυρά Σοφία εν τέλει έχασε και τρίτο γυιό. Μονάχα που αυτόν, πολύ αργήσαν να τον φωνάξουν πατριώτη.
Μέχρι το τέλος της ζωής της φόρεσε μια για πάντα μαύρη πλερέζα να βγαίνει από το σπίτι.
Μέχρι το τέλος της ζωής της φόρεσε μια για πάντα μαύρη πλερέζα να βγαίνει από το σπίτι.
Κάποιος τους μήνυσε να τρέξουν.
Εκείνη έβαλε στα πόδια της φτερά, ξυπόλητη, καθώς έπαιζε στη γειτονιά.
Στην αποβάθρα των τρένων, μέσα απο το συρματόπλεγμα του παραθύρου, της την πέρασε. Μια μικρή σκαλιστή ξύλινη γόβα, χωστή, ψηλοτάκουνη, ακαζού,
πού'χε φτιάξει στη φυλακή, θυμητάρι της ζωής που χάνει. Δεν τον ξανάδε ποτέ.
Εκείνη έβαλε στα πόδια της φτερά, ξυπόλητη, καθώς έπαιζε στη γειτονιά.
Στην αποβάθρα των τρένων, μέσα απο το συρματόπλεγμα του παραθύρου, της την πέρασε. Μια μικρή σκαλιστή ξύλινη γόβα, χωστή, ψηλοτάκουνη, ακαζού,
πού'χε φτιάξει στη φυλακή, θυμητάρι της ζωής που χάνει. Δεν τον ξανάδε ποτέ.
Τους άφησε τη σφραγίδα του. Ακόμα με αυτήν υπογράφουν.
(Η αφήγηση αφορά τον παππού μου, Θεόδωρο Μανιατέα, υποψήφιο βουλευτή Αργολιδοκορινθίας του Κ.Κ.Ε. στις εκλογές του '35, και έναν από τους 200 εκτελεσθέντες την Πρωτομαγιά του '44 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.)